DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Fäulnis f f =
forestr. προσβολή από μύκητες
med. σήψις; σήψη; αποσύνθεση; σαπίλα; σαπρότητα; αποσάθρωση; σάπισμα
Fäulnis- f
med. αποσυνθετικός; σηπτικός