DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Fälschung f f =, -en
gen. νόθευση; πλαστογραφία
bank. πλαστό χαρτονόμισμα; πλαστό; πλαστό νόμισμα; πλαστό τραπεζογραμμάτιο
law πλαστογράφηση
Fälschung
: 28 phrases in 4 subjects
Criminal law3
Finances5
Immigration and citizenship3
Law17