DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Erdarbeiten f
el., construct. χωματουργικά έργα
transp., chem. χωματουργία; χωματουργικά; χωματουργικές εργασίες
Erdarbeit f
industr. επίχωμα
transp., construct. εκχωμάτωση
Erdarbeiten
: 6 phrases in 1 subject
Transport6