DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Entkeimung f f =
health. απολύμανση
Entkeimungs- v
med. αποστειρωτικός; στειρωτικός
Entkeimung v
med. αποστείρωση; στείρωση
Entkeimungs
: 4 phrases in 1 subject
Agriculture4