DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Energiewirtschaft f f =
econ. ενεργειακός τομέας
econ., el. ενεργειακή οικονομική πολιτική
energ.ind., industr. βιομηχανία ενέργειας
environ. βιομηχανία παραγωγής ενέργειας; οικονομία της ενέργειας; διαχείριση της ενέργειας
stat., el. ενέργεια; παραγωγή ενέργειας
Energiewirtschaft
: 1 phrase in 1 subject
Nuclear physics1