DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Emissionsvermögen n n -s
commun. ακτινοβόλος εκπεμπτικότητα
energ.ind., el. λόγος εκπομπής θερμικής ακτινοβολίας; συντελεστής εκπομπής
Emissionsvermögen
: 1 phrase in 1 subject
Communications1