DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Elektrizitätsversorgung f f =
el. τροφοδοσία
environ. ηλεκτρική τροφοδοσία; παροχή ηλεκτρικής ισχύος; ηλεκτρική τροφοδοσία/παροχή ηλεκτρικής ισχύος
Elektrizitätsversorgung
: 1 phrase in 1 subject
Energy industry1