DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Einschuss m
fin. αρχική απαίτηση περιθωρίου; περιθώριο ασφαλείας
fin., busin., labor.org. ελάχιστη κατάθεση εγγύησης; περιθώριο εγγύησης; περιθώριο ασφάλισης
Einschuss
: 4 phrases in 2 subjects
Electronics2
Finances2