DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective
Einpassen n n -s
met. εξάρτημα; εφαρμογή
einpassen v
commun., met. εφαρμόζω; προσαρμόζω
Einpassen adj.
comp., MS δημιουργία αντιγράφων προσαρμοσμένου κειμένου
met. προσάρτημα
einpassen adj.
commun., met. ρυθμίζω
IT ανάλυση έκτασης κειμένου
mech.eng. λιμάρω; περνώ με λίμα