DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Einlagen f
account. καταθέσεις
Einlage f f =, -n
agric., industr. γέμισμα πούρου
commun. ένθετο; συμπλήρωμα; παρεμβολή; δίφυλλο τιθέμενο σε αντικατάσταση αφαιρεθέντων φύλλων; παρένθεσις
fin. κατάθεση
industr., construct. παρέμβλημα
industr., construct., chem. ενισχυτικό υλικό
industr., construct., met. τροφοδότηση; τροφοδοσία
law, market. εισφορά; εταιρική εισφορά; τοποθετήσεις σε τίτλους
transp., mech.eng. επίστρωμα εσωτερικό
Einlagen pl. f
econ. κατάθεση
Einlagen
: 78 phrases in 14 subjects
Accounting2
Agriculture9
Banking1
Chemistry1
Economy6
Finances24
General5
Industry4
Law12
Marketing8
Materials science2
Medical2
Natural sciences1
Technology1