DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Einlage-Anteil
gen. χρηματιστηριακό κεφάλαιο
law μετοχικό κεφάλαιο; μερίδιο; μετοχή χωρίς ονομαστική αξία
law, fin., busin. εταιρικό κεφάλαιο; ονομαστικό κεφάλαιο
Einlage-Anteil
: 2 phrases in 1 subject
Law2