DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | verb | to phrases
Eingehen v
industr., construct. βράχυνση του στημονιού κατά την ύφανση; συστολή του στημονιού κατά την ύφανση; συστολή
nat.sc. μαρασμός; φθίση
eingehen v
industr., construct. συστέλλω στον αργαλειό
Eingehen
: 11 phrases in 6 subjects
Cultural studies1
Economy2
Finances5
Industry1
Law1
Marketing1