DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Einfahren v
cultur. εισχώρηση
mech.eng., construct. ισοστάθμιση
transp., polit., agric. στρώσιμο
Einfahrt v
earth.sc., geogr. είσοδος; πόρος
transp., construct. διώρυγα προσπελάσεως
einfahren v
agric. αποθηκεύω σε σιτοβολώνα
commun., IT ανασύρω; εισέλκω
Einfahren
: 10 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering1
Transport9