DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Eindämmung f f =
agric. συγκράτηση
agric., construct. υπερύψωμα επί αναχώματος; ράχη
environ. συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμός; Προστατευτικό περίβλημα στην πυρηνική βιομηχανία
Eindämmung
: 11 phrases in 8 subjects
Agriculture1
Economy1
Environment1
Finances2
General2
Health care2
Law1
United Nations1