DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Einbringen adj.
environ. πόντιση
einbringen adj.
agric. αποθηκεύω σε σιτοβολώνα
transp. να τοποθετετθεί στη μήτρα; να τοποθετηθεί στην καλίμπρα
Einbringen dumping adj.
law, environ., min.prod. απόρριψη ; ηθελημένη ρίψη καταλοίπων στη θάλασσα
Einbringen
: 18 phrases in 7 subjects
Environment5
General1
Law2
Life sciences1
Materials science2
Natural sciences1
Transport6