DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Einbinden adj.
gen. βιβλιοδεσία
einbinden adj.
commun. καλύπτω βιβλίο
immigr., tech. δένω βιβλία ; βιβλιοδετώ
mater.sc. συναρμολογώ; συνδέω
Einbinden
: 5 phrases in 2 subjects
Communications1
Microsoft4