DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Einbeulung f f =, -en
tech., met. βαθμός κοίλανσης
transp. παραμόρφωση; κοίλωμα; βούλιαγμα
Einbeulung
: 1 phrase in 1 subject
Transport1