DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Eigentümer m -s, =
gen. πρόσωπο που συμμετέχει στο κεφάλαιο ιδρύματος
law, agric. ιδιοκτήτης m
law, fin. νόμιμος ιδιοκτήτης; νόμιμος κύριος
Eigentümer
: 23 phrases in 8 subjects
Accounting1
Demography1
Economics7
Finances3
General5
Information technology1
Insurance1
Law4