| |||
κολοβακτηρίδιο (escherichia coli, Escherichia coli); βάκιλος κόλου (escherichia coli, Escherichia coli); βακτήριο Escherichia coli (escherichia coli, Escherichia coli); κολοβακτηρίδιο κοπράνων |
E.coli : 4 phrases in 1 subject |
Life sciences | 4 |