DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Durchschlag v
chem., el. διάτρηση ηλεκτρομόνωσης
earth.sc. διάσπαση; καταστροφική διάσπαση; διάτρηση
el. διακοπή; δημιουργία τόξου διά μέσου του μονωτικού υλικού; διάσπαση του διηλεκτρικού; ηλεκτρική κατάρρευση; κατάρρευση
forestr. σγρόμπια
industr., construct. τρύπημα
life.sc., coal. μεταλλευτικό ξετρύπημα; σύνδεση με διάτρηση
mech.eng. τρυπητήρι
mech.eng., el. διηλεκτρική εκκένωση; υπερπήδηση
mun.plan. τρυπητό σκεύος κουζίνας
Durchschlagen adj.
chem. διαχωρισμός
industr., construct., chem. έκχυση
Durchschlagen
: 7 phrases in 3 subjects
Earth sciences2
Electronics4
Metallurgy1