Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Finnish
French
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Lithuanian
Norwegian
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Ukrainian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
verb
|
adjective
|
to phrases
Durchschlag
v
chem., el.
διάτρηση ηλεκτρομόνωσης
earth.sc.
διάσπαση
;
καταστροφική διάσπαση
;
διάτρηση
el.
διακοπή
;
δημιουργία τόξου διά μέσου του μονωτικού υλικού
;
διάσπαση του διηλεκτρικού
;
ηλεκτρική κατάρρευση
;
κατάρρευση
forestr.
σγρόμπια
industr., construct.
τρύπημα
life.sc., coal.
μεταλλευτικό ξετρύπημα
;
σύνδεση με διάτρηση
mech.eng.
τρυπητήρι
mech.eng., el.
διηλεκτρική εκκένωση
;
υπερπήδηση
mun.plan.
τρυπητό σκεύος κουζίνας
Durchschlagen
adj.
chem.
διαχωρισμός
industr., construct., chem.
έκχυση
Durchschlagen
:
7 phrases
in 3 subjects
Earth sciences
2
Electronics
4
Metallurgy
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips