DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Durchlaß m m ..sses, ..lässe
construct. οχετός
Durchlass v
industr. οχετός
industr., construct., met. λαιμός; διώρυγακλιβάνου
mech.eng. δίοδος κομματιού
med. διάβαση; διάδρομος; δίοδος όδου; πέρασμα; στενό
Durchlass
: 25 phrases in 7 subjects
Agriculture1
Construction8
Electronics2
Industry5
Mechanic engineering1
Technology1
Transport7