DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Dungschieber n
gen. έλασμα μπουλντόζας; μηχανικό φτυάρι κοπριάς; μπουλντόζα κοπριάς
agric. ωθητικός μηχανισμός κοπριάς
mech.eng. ισοπεδωτής με λεπίδα; ισοπεδωτής