DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective
Dumper m m -s, =
transp. Ανατρεπόμενο όχημα; ανατρεπόμενο αυτοκίνητο όχημα; όχημα με ανατρεπόμενο κάδο
Dumpster adj.
comp., MS χώρος απορριμάτων