DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Druckschott n
transp. αεροστεγές διάφραγμα; διάφραγμα συμπίεσης; μπουλμπές συμπίεσης
transp., avia. διάφραγμα; Διάφραγμα από συρμάτινο δικτύωμα; Δομικό διάφραγμα