DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Drosselventil n n -s, -e
agric. δικλείδα διανομής υγρού; δικλείδα υγρών
agric., mech.eng. ρυθμιστική δικλείς
chem., el. ρυθμιστής ατμού
energ.ind., mech.eng., tech. θερμοεκτονωτική βαλβίδα
mech.eng. βαλβίδα με πεταλούδα; βαλβίδα στραγγαλισμού; βαλβίδα υποδοχής; στραγγαλιστική βαλβίδα; πεταλούδα; βαλβίδα επιστροφής
mech.eng., construct. δικλείς ρυθμίσεως
Drosselventil
: 2 phrases in 1 subject
Mechanic engineering2