DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Drosselung f =, -en
gen. στραγγαλισμός m
comp., MS ρυθμιστής ροής δεδομένων
construct. διάταξις στραγγαλισμού
fin. στραγγαλισμός αγοράς
Drosselung
: 2 phrases in 1 subject
Medical2