DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Drehrohr m
industr., construct., met. πυρίμαχος σχηματοδότης
transp., mech.eng. περιστρεφόμενος σωλήνας; στρεπτικός σωλήνας; σωλήνας στρέψης