DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Drehling m
mech.eng. συμπαγές εργαλείο τορναρίσματος
met. φερόμενο εργαλείο
nat.sc., agric. πλευρωτός ο οστρεώδης (Pleurotus ostreatus)