DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Drehgelenk n n -(e)s, -e
mech.eng. περιστροφική άρθρωση; περιστροφικός σύνδεσμος; αρθρωτή σύνδεση
med. τροχοειδής διάρθρωσις; τροχοειδής άρθρωση (articulatio trochoidea)
Drehgelenk
: 3 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering2
Transport1