DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Dotationskapital n
econ., fin., account. αρχικό κεφάλαιο
fin. απόθεμα κεφαλαίου; μετοχικό κεφάλαιο επιχείρησης; κεφάλαιο m
law, market. κεφάλαια προικοδότησης