DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Dosierung f f =, -en
chem., construct. δόσις ανά μονάδα επιφανείας
chem., el. μίξη ανθράκων κατά αναλογία
coal., chem. καθορισμός αναλογιών
construct. δοσολογία σκυροδέματος; σύνθεση σκυροδέματος
environ. δόση; δοσολογία; δοσομέτρηση; δόση/δοσολογία/δοσομέτρηση
Dosierung
: 11 phrases in 4 subjects
Agriculture4
Construction2
Environment2
Medical3