DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Dorn m m
chem., el. βοηθητικός άξονας
industr., construct. περόνη
industr., construct., met. καμπάνα; εργαλείο κατασκευής στομίου
mech.eng. σουβλί διευρύνσεως οπών; μανδρέλιο; σφικτήρας; προσαρτούμενο έμβολο; βοηθητικός άξονας μήτρας; δίσκος που φέρει το κομμάτι
met. άξονας τόρνου; κωνοειδής βελόνη διεύρυνσης οπών; μαντρέλι
nat.sc. αγκάθι (spina)
Dorn
: 13 phrases in 6 subjects
Chemistry4
Industry2
Materials science1
Mechanic engineering3
Metallurgy2
Technology1