DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Dopen v
el. νόθευση
Dope v
chem. παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια; παρασκευασμένο πρόσθημα λιπάνσεως
dopen v
el. εισάγω πρόσμειξη