DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Dichtung f f =, -en
construct. στεγανοποίησις ρουφράκτου
earth.sc., mech.eng. στεγανωτική διάταξη
environ. στοιχείο στεγανοποίησης; επικάλυψη; στοιχείο στεγανοποίησης/επικάλυψη
mech.eng. μονωτικός σύνδεσμος; σύνδεση στεγανοποίησης; δακτύλιος στεγανοποίησης; στεγανή σύνδεση; στεγανοδακτύλιος
transp., construct. στεγανοποίηση
transp., industr. έδρα βαλβίδας; φλάντζα
Dichtung v
forestr. παρέμβυσμα
Dichtung
: 41 phrases in 10 subjects
Chemistry6
Coal3
Construction2
Earth sciences5
Electronics6
General1
Industry2
Materials science2
Mechanic engineering11
Transport3