DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Diaphragma n n -s, ..men
earth.sc., industr., construct. διάφραγμα
med. διάφραγμα θωρακικό (diaphragma); διάφραγμα (septum); ενδιάμεσο χώρισμα (septum); μεμβράνη (septum)
Diaphragma
: 6 phrases in 3 subjects
Earth sciences1
Environment1
Medical4