DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Deckglas n n -es, ..gläser
industr., construct., met. κοινό γυαλί
life.sc., el. γυάλινο κάλυμμα συλλέκτη
med. καλυπτρίδα; καλυπτρίδα αντικειμενοφόρου πλάκας
transp. άνοιγμα ηλιακών κυψελών
transp., nautic. παραφωτίς; φινιστρίνι