DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | verb | adjective | to phrases
Deck n n -(e)s, -s
transp., construct. δάπεδο
Decken v
health. κάλυμα
Deck v
transp., construct. ενδιάμεση γέφυρα
transp., nautic. γέφυρα; κατάστρωμα; κουβέρτα; κατάστρωμα πλοίου; κουβέρτακν.
Decke v
agric. οροφή καταστρώματος
industr., construct. κλινοσκέπασμα; κάλυψη; οροφή; ταβάνι
industr., construct., chem. Oροφή μπάνιουFLOAT
Decker v
life.sc. μάσκα
Decken adj.
agric. επίβαση
agric., industr. περιτύλιγμα; περιτύλιξη; περιτύλιξη πούρων
health. πετάλωμα
decken adj.
commun. σκεπάζω; καλύπτω; μασκάρω
Decken
: 59 phrases in 14 subjects
Agriculture12
Construction5
Earth sciences1
Economy1
Finances2
Fish farming pisciculture1
Industry3
Labor law1
Law4
Life sciences1
Materials science3
Mechanic engineering3
Technology2
Transport20