DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Dampf v
med. ατμός; υδρατμός; αναθυμιάσεις; καπνός
Dämpfer v
commun. εξασθενητής
earth.sc., el. απομονωτήρας; απομονωτής
industr., construct. κλίβανος ωρίμασης; σταθεροποιητής χρωμάτων vat
IT αποσβεστήρας
mech.eng. αποσβεστήρας με ρευστά
mech.eng., el. μειωτήρας
tech., industr., construct. εξοπλισμός ατμίσματος
dämpfen v
gen. ελαττώνω; μετριάζω
earth.sc., el. εξασθενώ
industr., construct. άτμιση
IT, industr., construct. εξασθενίζω
Dämpfen v
food.ind. επεξεργασία με ατμό
industr., construct. ωρίμαση
mun.plan., agric. ψήσιμο
Dampfer v
transp., nautic. ατμόπλοιο
Dampf
: 112 phrases in 15 subjects
Agriculture7
Chemistry18
Earth sciences11
Electronics4
Energy industry5
Environment1
General28
Health care1
Industry8
Life sciences1
Materials science1
Mechanic engineering10
Metallurgy1
Technology9
Transport7