DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Düse f f =, -n
chem. κρουστικός διαχωριστήρας
el. ακροφύσιο
industr., construct., mech.eng. ακροστόμιο εξωθητήρος; μήτρα εξωθητικού πιεστηρίου
mech.eng. πίδακας ρευστού από εγχυτήρα; ταχύρευμα εξαγωγής καυσαερίων; ακροστόμιο; αναβλυστήρας; ζιγκλέρ
 German thesaurus
DÜS abbr.
abbr., IT Digitales Überwachungssstem
Düse
: 35 phrases in 7 subjects
Agriculture9
Chemistry4
Earth sciences4
General3
Industry5
Mechanic engineering8
Transport2