DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Cop m
chem. δικωνική μπομπίνα
social.sc. νάρκα
COP m
med. πρωτεΐνη καλύμματος; πρωτεΐνη κάλυψης; κρυπτογενής οργανούμενη πνευμονία; ιδιοπαθής αποφρακτική βρογχιολίτιδα με οργανωσθείσα πνευμονία
 German thesaurus
Cop. abbr.
abbr., engl. copyright
Cop
: 2 phrases in 2 subjects
General1
Medical1