DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Cirrus m
earth.sc. νέφος
environ. θύσσανος (cirrus)
med. έλικα; νημάτιο
nat.sc. βόστρυχος; θύσανος; πέος πλατυέλμινθα; αναρρίχηση
Cirrus
: 2 phrases in 1 subject
Earth sciences2