DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Callus m
med. τύλωμα; κονδύλωμα; τυλοποίηση του δέρματος; οστικός κάλος; κάλος; ρόζος; τύλος
Callus
: 3 phrases in 1 subject
Medical3