DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
Buschmesser m
agric. μαχαίρι για τη διάνοιξη διόδου μέσα από πυκνή βλάστηση; Κλαδευτήριτροπικών περιοχών
Buschmesser n
forestr. μαχαίρα
Buschmesser
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1