DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Buckel m m -s, =
agric. ύβος; ύβωση
med. κυφοσκολίωσις; κύφωσις; καμπούρα; κύφωμα
met. προεκβολή
transp., mech.eng. έκκεντρο; νεύρωση χυτευτού εξαρτήματος; ομφαλός χυτευτού για τρύπημα; προεξοχή