DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Bucht n
agric. ατομικό διαμέρισμα ζώου
med. βοθρίο; διάκενο; κοιλότητα (sinus); κρύπτη; κοίλωμα (sinus); κόλπωμα (sinus)
Bucht v
agric. κλωβός
environ. αποθήκη; διαμέρισμα; θάλαμος; στοά; φάτνωμα; φρέαρ; κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα
med. κόλπος (sinus)
transp., nautic., fish.farm. βαρέμικν.; κύρτωμα ζυγών
Buch v
commun. βιβλίο (liber)
environ. βιβλίο
tech., industr., construct. 25 φύλλα τυπογραφικού χάρτη
Bucht
: 59 phrases in 16 subjects
Agriculture2
Art2
Communications28
Cultural studies3
Earth sciences4
Education1
Finances3
Fish farming pisciculture1
General1
Health care1
Industry3
Information technology1
Insurance1
Law2
Marketing4
Medical2