DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Buche f
forestr. οξιά
Bucht v
agric. κλωβός
environ. αποθήκη; διαμέρισμα; θάλαμος; στοά; φάτνωμα; φρέαρ; κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα
med. κόλπος (sinus)
transp., nautic., fish.farm. βαρέμικν.; κύρτωμα ζυγών
Buch v
commun. βιβλίο (liber)
environ. βιβλίο
tech., industr., construct. 25 φύλλα τυπογραφικού χάρτη
Buche
: 55 phrases in 15 subjects
Agriculture2
Art2
Communications28
Cultural studies3
Earth sciences2
Education1
Finances3
Fish farming pisciculture1
General1
Industry3
Information technology1
Insurance1
Law2
Marketing4
Medical1