DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Brustbein n -(e)s
anim.husb. στέρνο
med. στέρνο (sternum); θωρακικό οστό (sternum)
transp. ταχύτητα κάμψης του στέρνου
Brustbein- n
med. στερνικός m; αναφερόμενος στο στέρνο