DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Brenne v
chem. λουτρό εμβάπτισης
Brennen adj.
chem. ψήσιμο
med. τήξη; καυτηρίαση; καυτηριασμός
nat.sc. διαπύρωση
brennen adj.
gen. καίγομαι; καίω
comp., MS εγγραφή
mater.sc. φλέγομαι
med. καίω έκαψα; καυτηριάζω καυτηρίασα
met. διαπυρώνω
Brennen
: 8 phrases in 3 subjects
Agriculture4
Metallurgy2
Microsoft2