DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Brei m m -(e)s, -e
agric. χυλός; μαρμελάδα
chem. υδαρής πολτός; πολφός τσιμέντου; τσιμεντοπολφός
forestr. κουάκερ
industr., construct. φύραμα ελαστικού
med. πολφός; σάρκα
Brei- m
med. σμηγματογόνος κύστις; αθήρωμα