DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
Brecher m m -s, =
earth.sc. κυματοθραÙστης; θραυόμενο κύμα; κύμα που σπάει πάνω στο πλοίο
earth.sc., geophys. θραυόμενα κύματα
industr., construct., mech.eng. εργοστάσιο πυρολύσεως
industr., construct., met. σπάστης
mech.eng. συσκευή κοπανίσματος
pharma., chem., mech.eng. θραυστήρας
Brecher für Hackschnitzel m
forestr. μηχάνημα θρυμματισμού ξύλου
Brech- adj.
med. διαθλαστικός
Brecher
: 2 phrases in 1 subject
Chemistry2